ὀλβίσαι

ὀλβίσαι
ὀλβίζω
make happy
aor inf act
ὀλβίσαῑ , ὀλβίζω
make happy
aor opt act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Ολβίζω — ὀλβίζω (Α) [όλβος] 1. καθιστώ κάποιον όλβιο*, μακάριο, ευτυχισμένο («ἕv ἦμαρ μ ὤλβισ , ἕν δ ἀπώλεσεν», Ευρ.) 2. θεωρώ κάποιον ευδαίμονα, μακαρίζω, καλοτυχίζω κάποιον («ὀλβίσαι δὲ χρὴ βίον τελευτήσαντα ἐν εὐεστοῑ φίλη», Αισχύλ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”